- ανάφαγος
- -η, -οαυτός που δεν τρώει πολύ, λιγόφαγος: Το παιδί, ανάφαγο καθώς ήταν, είχε πολύ αδυνατίσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανάφαγος — η, ο 1. αυτός που δεν έφαγε, νηστικός ή και ολιγοφάγος, λιγοφάης 2. αυτός που δεν φαγώθηκε, δεν καταναλώθηκε … Dictionary of Greek